- ψευτοσπουδαίος
- αία, ο воображающий себя важной персоной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευτοσπουδαίος — α, ο, Ν αυτός που παρουσιάζει τον εαυτό του ως σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + σπουδαίος] … Dictionary of Greek